ἀγχιτόκοις

ἀγχιτόκοις
ἀγχίτοκος
masc/fem/neut dat pl
ἀγχιτόκος
near the birth
masc/fem/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοιογενής — κοιογενής, ές, θηλ. και κοιογένεια (Α) (το θηλ. ως επίθ. τής Λητώς) αυτή που γεννήθηκε από τον Κοίον («ἀλλ ἁ κοιογενὴς ὁπότ ὠδίνεσσι θύοισ ἀγχιτόκοις ἐπέβαινεν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κοῖος + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. διο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”